- κομποφακελορρημων
- κομποφακελορρήμωνκομπο-φᾰκελο-ρρήμων2, gen. ονος [κόμπος + φάκελος + ῥῆμα] образующий звонкие словосочетания (ирон. эпитет Эсхила) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομποφακελορρήμων — κομποφακελορρήμων, ον (Α) (ως επίθ. τού Αισχύλου στον Αριστοφάνη) αυτός που σχηματίζει και χρησιμοποιεί φακέλους, δηλ. δεμάτια κομπαστικών, πομπωδών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + φάκελος «δέσμη» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. κομπο… … Dictionary of Greek
κομποφακελορρήμονα — κομποφακελορρήμων pomp bundle worded neut nom/voc/acc pl κομποφακελορρήμων pomp bundle worded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομποφακελορρημοσύνη — κομποφακελορρημοσύνη, ἡ (Α) [κομποφακελορρήμων] το να σχηματίζει και να χρησιμοποιεί κάποιος πομπώδεις λέξεις … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek